μπουσουλίζω

μπουσουλίζω
μπουσουλώ, μπουσουλάω αμετ. ходить на четвереньках, ползать (о ребёнке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μπουσουλίζω" в других словарях:

  • μπουσουλίζω — μπουσουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. μπουσούλησα τού μπουσουλώ, κατά το σχήμα κλόνισα: κλονίζω έσχισα: σχίζω] …   Dictionary of Greek

  • μπουσούλισμα — το [μπουσουλίζω] μπουσούλημα …   Dictionary of Greek

  • μπουσουλώ — και μπουσουλίζω (για μωρά), περπατώ στα τέσσερα: Το μωρό μας μπουσουλάει από οχτώ μηνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»